Οργή νεοπτώχων


Συναίνεση και συμφωνία, ρητή, των κομματικών μηχανισμών και των επικεφαλής τους, είτε κυβερνούν ή συγκυβερνούν είτε αντιπολιτεύονται, σε ένα μόνο σημείο διακρίνεται: όλοι αποδέχονται πως υπάρχει θυμός στην κοινωνία, μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά, και ότι ο θυμός αυτός δεν είναι άδικος και αναιτιολόγητος, αλλά έχει τις ρίζες του, βαθιές, στην ίδια την πολιτική που αδιατάρακτα ασκείται επί δεκαετίες. Το γεγονός ότι την πολιτική αυτή εμφανίζονται τώρα να την αποκηρύσσουν και να την καταδικάζουν ακόμα και τα κόμματα που την άσκησαν στον καιρό της εναλλασσόμενης εξουσίας τους δεν κατευνάζει την αγανάκτηση· ίσα ίσα, την τροφοδοτεί, γιατί ελάχιστοι πια, οι φανατικότεροι παρακοιμώμενοι των εξουσιών, είναι πρόθυμοι να πειστούν από μια επιπλέον παράσταση όψιμης ευαισθησίας· δεν την ανέχονται καν.

Οι δικαίως οργισμένοι (και όχι οι κατά φαντασίαν ή εξ ιδεοπληξίας, οι λαγνικοί της βίας), όσοι συνειδητοποιούν ότι καταρρέει η ήδη κλονισμένη συνθήκη του στενεμένου βίου τους, δεν χωράνε όλοι στις γραμμές των διαμαρτυρόμενων κομμάτων και δεν καλύπτονται από συνθήματα που ξεθύμαναν μέσα στην ίδια την πολυετή μονοτονία τους. Πιθανόν δεν ξέρουν καν τι να κάνουν με τον ίδιο τον θυμό τους, ποια μορφή να του δώσουν, πού να αναζητήσουν φίλους και συμμάχους, από ποιες λέξεις, ποια σύμβολα και λάβαρα να αρπαχτούν.

Εξίσου πιθανό μοιάζει να κατεβαίνουν τώρα πρώτη φορά σε διαδηλώσεις, ζορισμένοι από την ανάγκη και τον φόβο, και όχι οδηγημένοι από αποσαφηνισμένες ιδεολογικές πεποιθήσεις. Βέβαιο πάντως μπορεί να θεωρηθεί ότι νιώθουν να τους προσβάλλουν βαρύτατα όσα άψυχα και άσαρκα λόγια ακούγονται από την πλευρά της κυβέρνησης και της μόλις έως χθες κυβερνώσας αξιωματικής αντιπολίτευσης (άρα και συνυπεύθυνης), ότι συμπάσχουν με τον κάθε συνταξιούχο που του μειώνεται η ήδη ταπεινωτική σύνταξή του, με τον κάθε εργαζόμενο των εφτακοσίων ευρώ που τα μετράει τώρα και δεν βγαίνουν καν εξακόσια.

Οι νεόπτωχοι δεν είναι πια μια θεωρητική κοινωνική κατηγορία, ένα όνομα στις αναλύσεις των κοινωνιολόγων. Βγήκαν έξω από τα κουτάκια της στατιστικής, έξω από τα ερμηνευτικά σχήματα, που φαίνονται απαρχαιωμένα, έξω και από τα περιφρουρούμενα κομματικά συντάγματα, και κατέβηκαν στους δρόμους· οι λέξεις τους και τα συνθήματά τους πολύ λίγο συμφωνούν με τη σχετική παράδοση της πολιτικής διαμαρτυρίας. Στο Ιντερνετ, όπου τα στιγμιότυπα από το προχθεσινό συλλαλητήριο παίζονται δίχως τον ηχητικό καθαρισμό και «ευπρεπισμό» που προϋποθέτει η προβολή τους στην επίσημη τηλεόραση, ακούει κανείς λέξεις οξύτατες και βωμολοχίες που δείχνουν αποσπασμένες από το λεξιλόγιο όχι πολιτικών διαμαρτυριών, που διατηρούν μια κάποια ψυχραιμία ακόμα και στην έξαψη, αλλά γηπεδικών συγκρούσεων μεταξύ αντίπαλων οπαδών ή οπαδών με τα ΜΑΤ. Και να σοκαριστούμε, δεν αλλάζει τίποτα.

Αν πρόκειται για ποτάμι, κι αν είναι θολό και πόσο, αυτοί που θα το συνειδητοποιήσουν τελευταίοι είναι ίσως κι αυτοί που ενδιαφέρονται λιγότερο: όσοι βρίσκονται μέσα στο ρεύμα του.

Του Παντελή Μπουκάλα από την Καθημερινή